'νεφρικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : νεφρικός
Αγγλικά : renal
Α. νεφρικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεφρό ή στα νεφρά: Nεφρική αρτηρία. Nεφρική ανεπάρκεια, μείωση έως και πλήρης διακοπή της λειτουργίας των νεφρών.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. νεφρικός σφαλερή γραφή του αρχ. νεφριτικός `που αναφέρεται στα νεφρά΄, ελνστ.: `που πάσχει από νεφρίτιδα΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αντιιδιοτυπικό αντίσωμα
άπω νεφρικό σωληνάριο, άπω σωληνάριο
νεφρική αγενεσία, αγενεσία των νεφρών
νεφρική αιματική ροή
νεφρική αιμάτωση
νεφρική ανεπάρκεια
νεφρική αρτηρία
νεφρική βιοψία
νεφρική γλυκοζουρία
νεφρική δεϋδροπεπτιδάση
νεφρική δυσλειτουργία
νεφρική δυσπλασία
νεφρική κάθαρση
νεφρική κάψα
νεφρική κυκλοφορία
νεφρική κύστη, κύστη του νεφρού
νεφρική λειτουργία
νεφρική λοίμωξη
νεφρική οστεοδυστροφία
νεφρική πύελος
νεφρική σωληναριακή οξέωση
νεφρική υποπλασία
νεφρική φλέβα
νεφρικό αγγείο, αγγείο του νεφρού
νεφρικό αιμοφόρο αγγείο, αιμοφόρο αγγείο του νεφρού
νεφρικό αλλομόσχευμα
νεφρικό απόστημα
νεφρικό αρτηριόλιο, αρτηριόλιο του νεφρού
νεφρικό έμφρακτο, έμφρακτο του νεφρού
νεφρικό κύτταρο
νεφρικό μόσχευμα
νεφρικό παρέγχυμα, παρέγχυμα του νεφρού
νεφρικό σωληνάριο, σωληνάριο του νεφρού, ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού, ουροφόρο σωληνάριο
νεφρικός κάλυκας
νεφρικός κολικός, κολικός του νεφρού, κολικός των νεφρών
νεφρόλιθος, νεφρικός λίθος
νεφροπάθεια, νεφρική νόσος, νόσος του νεφρού
νεφροσκλήρυνση, νεφρική σκλήρυνση
νεφροτοξικότητα, νεφρική τοξικότητα
ολιγουρική νεφρική ανεπάρκεια
οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ΟΝΑ
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ΧΝΑ
Σχετικά κείμενα
88 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.39 δευτερόλεπτα