'ορθοστατικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ορθοστατικός
Αγγλικά : orthostatic
Α. ορθοστατικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) α. που έχει σχέση με την ορθοστασία και ιδίως που οφείλεται σ΄ αυτή: Oρθοστατική λευκωματουρία / υπόταση. β. που έχει σχέση με την όρθια στάση του ανθρώπου: Oρθοστατικό σύνδρομο.
Ετυμολογία : λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + static < αρχ. στα τ(ός) `που στέκεται΄ -ic = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ορθοστατική υπόταση
ορθοστατικό σύνδρομο
Σχετικά κείμενα
12 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.10 δευτερόλεπτα