'πυελικός μύς, μύς της πυέλου'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : περίνεο, πυελικό έδαφος
Αγγλικά : perineum, pelvic floor
Α. οδοντικός -ή -ό
Σημασία : α. (ανατ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια: Oδοντικό νεύρο. Oδοντική πλάκα. β. (γλωσσ.) Oδοντικά σύμφω να και ως ουσ. τα οδοντικά, οι φθόγγοι που αρθρώνονται στα δόντια και ειδικότερα οι φθόγγοι που αρθρώνονται με την άκρη της γλώσσας στο πίσω μέρος των πάνω δοντιών· (πρβ. φατνιακός, μεσοδοντικός).
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὀδοντικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οδοντικός/dental
Σχετικά κείμενα
5 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.78 δευτερόλεπτα