'δίπτυχος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : δίπτυχη αορτική βαλβίδα
Αγγλικά : bicuspid aortic valve
Α. περιοδικός -ή -ό
Σημασία : 1. που γίνεται ή εμφανίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους: Περιοδικά φαινόμενα. Περιοδικοί άνεμοι. || Περιοδικές εκδόσεις, που γίνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα· (πρβ. περιοδικό). Περιοδικές εκθέσεις. || ~ τύπος, σε αντιδιαστολή προς τον ημερήσιο, το σύνολο των περιοδικών. 2. (ειδικότ.) α. (μαθημ.) ~ αριθμός, του οποίου το δεκαδικό μέρος αποτελείται από ομάδα ψηφίων που επαναλαμβάνεται απείρως κατά την ίδια σειρά (π.χ. 1,323232…). β. (χημ.) περιοδικό σύστημα στοιχείων, το σύστημα και ο πίνακας ταξινόμησης των χημικών στοιχείων. περιοδικά & (λόγ.) περιοδικώς EΠIPP κατά περιόδους, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. περιοδικός, περιοδικῶς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
περιοδικός/periodic
Σχετικά κείμενα
52 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.04 δευτερόλεπτα