'ερευνητικό πρόγραμμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ερευνητική δραστηριότητα
Α. περισταλτικός -ή -ό
Σημασία : 1. ικανός να περιστέλλει, να περιορίζει, να ελαττώνει την έκταση ή την ένταση: Mέτρα περισταλτικά της ελευθερίας του ατόμου. 2. (ιατρ.): Περισταλτικές κινήσεις των εντέρων, κυματοειδείς συσπάσεις για την εξαγωγή του περιεχομένου τους.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: ελνστ. περισταλτικός· 2: σημδ. γαλλ. restrictif
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
περισταλτικός/peristaltic
Σχετικά κείμενα
6 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.70 δευτερόλεπτα