'ευκαιριακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ευκαιριακός
Αγγλικά : opportunistic
Α. ευκαιριακός -ή -ό
Σημασία : που συμβαίνει, που γίνεται όταν παρουσιαστεί η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, και που δεν έχει, συνεπώς, μόνιμο ή συστηματικό χαρακτήρα: Eυκαιριακή απασχόληση / δουλειά. || (μειωτ.) για κτ. που γίνεται ή για κπ. που ενεργεί ανάλογα με τις περιστάσεις που ευνοούν προσωπικά συμφέροντα: Oι γνωριμίες του και οι σχέσεις του είναι συνήθως ευκαιριακές. Eυκαιριακοί θαυμαστές και φίλοι. ευκαιριακά EΠIPP: Συναντιόμαστε / δουλεύει ~. ~ υποστηρίζει τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο.
Ετυμολογία : λόγ. ευκαιρί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. occasionnel
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ευκαιριακή λοίμωξη
ευκαιριακή μυκητίαση
ευκαιριακή νεοπλασία
ευκαιριακή τοξοπλάσμωση
ευκαιριακός μύκητας
Σχετικά κείμενα
9 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.00 δευτερόλεπτα