'οφθαλμικός μύς, μύς του οφθαλμού'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : οφθαλμικός μύς, μύς του οφθαλμού
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οφθαλμική αλοιφή
οφθαλμική αναισθησία
οφθαλμική αρτηρία
οφθαλμική κίνηση, κίνηση του οφθαλμού, κίνηση των οφθαλμών
οφθαλμική λοίμωξη, λοίμωξη του οφθαλμού, λοίμωξη των οφθαλμών
οφθαλμική μυκητίαση, μυκητίαση του οφθαλμού, μυκητίαση των οφθαλμών
οφθαλμική σταγόνα
οφθαλμική χειρουργική επέμβαση, οφθαλμολογική χειρουργική επέμβαση
οφθαλμικό διάλυμα
οφθαλμικό κυστίδιο
οφθαλμικό νεύρο
οφθαλμικό τραύμα
οφθαλμικός/ocular
οφθαλμικός βολβός
οφθαλμικός έρπητας
οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
οφθαλμικός κόγχος, κόγχος
οφθαλμικός πόνος
οφθαλμοπάθεια, οφθαλμική νόσος
συνέργεια των οφθαλμικών μυών
ταχείες οφθαλμικές κινήσεις
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.21 δευτερόλεπτα