Αναζήτηση / Search

  

 

'φαρυγγικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : φαρυγγικός
Αγγλικά : pharyngeal, pharyngal


Α. φαρυγγικός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει, που αναφέρεται στο φάρυγγα: Φαρυγγικό πλέγμα. Φαρυγγική κοιλότητα. || (γλωσσ.) φαρυγγικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στο φάρυγγα.

Ετυμολογία : λόγ. φαρυγγ- (δες φάρυγγας) -ικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ανιούσα φαρυγγική αρτηρίαβραγχιακό τόξο, φαρυγγικό τόξοοπίσθιο φαρυγγικό τοίχωμαοπίσθιος φαρυγγικός χώρος, οπισθοφαρυγγικός χώροςπλάγιο φαρυγγικό τοίχωμαπλάγιος φαρυγγικός χώρος, παραφαρυγγικός χώροςφαρυγγική αμυγδαλή, αμυγδαλή του φάρυγγαφαρυγγική λοίμωξη



Σχετικά κείμενα

5 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.90 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία