'μυκωτικό ανεύρυσμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μυκωτικό ανεύρυσμα
Αγγλικά : mycotic aneurysm
Α. αιμάτωση
Σημασία : η φυσιολογική λειτουργία με την οποία γίνεται η τροφοδότηση κάθε τμήματος του ζωντανού οργανισμού με αίμα και συγκεκριμένα η αντικατάσταση του φλεβικού αίματος με αρτηριακό: Διαταραχές της αιμάτωσης.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. hématose (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. αἱμάτω(σις) `μετατροπή σε αίμα΄ -ση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αιμάτωση/perfusion
Σχετικά κείμενα
26 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.71 δευτερόλεπτα