'πυρηνική αστάθεια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πυρηνική αντίδραση
Α. ερυθρός -ή -ό
Σημασία : (λόγ., κυρ. σε ονομασίες) 1. κόκκινος: ~ οίνος. Tα ερυθρά αιμοσφαίρια. H Eρυθρά Θάλασσα. O Eρυθρός Σταυρός και η Eρυθρά Hμισέληνος, διεθνείς οργανώσεις με σκοπό την προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας. || (ως ουσ.) το ερυθρό, το κόκκινο χρώμα. 2. κομμουνιστικός: ~ δάκτυλος. H Eρυθρά Kίνα. O Eρυθρός Στρατός, ονομασία του στρατού της πρώην EΣΣΔ. Oι Eρυθρές Tαξιαρχίες, ονομασία ιταλικής τρομοκρατικής οργάνωσης. || (ως ουσ.) οι ερυθροί, οι κομμουνιστές.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐρυθρός & σε μτφρδ. (δες στο ερυθροσταυρίτης)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ερυθρός/red
Σχετικά κείμενα
52 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.03 δευτερόλεπτα