Αναζήτηση / Search
'πνευμονικό αγγείο, αγγείο του πνεύμονα'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : πνευμονικό αγγείο, αγγείο του πνεύμοναΑγγλικά : pulmonary vesselΑ. πνευμονικός -ή -όΣημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους πνεύμονες: Πνευμονική αρτηρία / συμφόρηση / πάθηση. Πνευμονικό οίδημα. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. πνευμονικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςεξιδρωματική πλευριτική συλλογήκακοήθης πλευριτική συλλογήπλευριτική συλλογήπλευριτική τριβήπλευριτικό υγρόπλευριτικό φύσημαπλευριτικός/pleuriticπλευριτικός ήχος τριβής, υπεζωκοτικός ήχος τριβής
Σχετικά κείμενα 38 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.37 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×