'στρεπτοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από στρεπτόκοκκο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στρεπτοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από στρεπτόκοκκο
Αγγλικά : streptococcal bacteremia/aemia
Α. εγκεφαλοπάθεια
Σημασία : (ιατρ.) γενική ονομασία οργανικών παθήσεων του εγκεφάλου: Mεταβολική / αναπνευστική / ηπατική / αλκοολική / τοξική / περιγεννητική / παιδική ~. Σπογγώδης ~, μεταδοτική, συνήθ. θανατηφόρος, νόσος που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου και των κατοικίδιων ζώων (βοοειδών, αμνοεριφίων κτλ.)· νόσος των τρελών αγελάδων.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. encéphalo pathie < encéphalo- = εγκεφαλο- + -pathie = -πάθεια
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οξεία στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα, αμυγδαλίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική γάγγραινα, γάγγραινα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική κυτταρίτιδα, κυτταρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μυοσίτιδα, μυοσίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική σηψαιμία, σηψαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική τοξίνη, τοξίνη του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκικό αντιγόνο, αντιγόνο του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκικός/streptococcal
σύνδρομο στρεπτοκοκκικού τοξικού shock
Σχετικά κείμενα
15 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.29 δευτερόλεπτα