'εξελικτική ανθρωπολογία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : έκτακτος
Α. έκτακτος -η -ο
Σημασία : 1.που υπάρχει, γίνεται, συμβαίνει κτλ. όχι κατά μία συνήθη, κανονική ή καθορισμένη σειρά, τάξη κτλ.· που δε γίνεται σε προκαθορισμένο ή τακτό χρόνο. ANT τακτικός, προγραμματισμένος: Έκτακτη συνεδρίαση / συνέλευση. Έκτακτη ανακοίνωση. Έκτακτη έκδοση μιας εφημερίδας. Έκτακτο παράρτημα (εφημερίδας). Έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Έκτακτο δρομολόγιο, ενός συγκοινωνιακού μέσου. Έκτακτη πτήση. Έκτακτη εκπομπή / παράσταση / εμφάνιση / συνεργασία. || που δεν αποτελεί κτ. το συνηθισμένο ή κανονικό: Έκτακτα έξοδα. Έκτακτες δαπάνες. Έκτακτες καταστάσεις. Έκτακτες περιστάσεις, εξαιρετικές. (έκφρ.) κατάσταση έκτακτης ανάγκης*. || που γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις: Έκτακτη βοήθεια. Έκτακτη υπηρεσία / απασχόληση. 2. (για πρόσ.) που ασκεί ένα έργο για ορισμένο χρόνο. ANT μόνιμος: ~ υπάλληλος / συνεργάτης / σύμβουλος / καθηγητής. || (ως ουσ.) ο έκτακτος: Πρόσληψη εκτάκτων για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών κατά τους θερινούς μήνες. || Έκτακτο στρατοδικείο, που συγκροτείται από μη τακτικούς δικαστές. εκτάκτως EΠIPP: Aναχώρησε ~. Συμμετείχε ~. Tον προσέλαβαν ~ για τέσσερις μόνο μήνες.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἔκτακτος `για ειδικά καθήκοντα, ειδικός΄ σημδ. γαλλ. extraordinaire & γερμ. ausseror dentlich (2: & γαλλ. extra)· λόγ. < ελνστ. ἐκτάκτως `χωριστά΄ κατά την αλλ. της σημ. του έκτακτος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
πολλαπλά έλκη
πολλαπλή γραμμική εξάρτηση
πολλαπλή κύηση
πολλαπλή λογαριθμιστική εξάρτηση
πολλαπλή σκλήρυνση, σκλήρυνση κατά πλάκας
πολλαπλή σύγκριση
πολλαπλό μυέλωμα, νόσος του Kahler
πολλαπλός/multiple
Σχετικά κείμενα
16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.00 δευτερόλεπτα