Αναζήτηση / Search

  

 

'διαρροϊκός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : διαρροϊκός
Αγγλικά : diarrheal, diarroheal, diarrhoeic


Α. διαρροϊκός -ή -ό

Σημασία : (ιατρ.) που αναφέρεται στη διάρροια: Διαρροϊκά συμπτώματα. Διαρροϊκές κενώσεις.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. διαρροϊκός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

διαρροϊκό σύνδρομο



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.06 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία