Αναζήτηση / Search

  

 

'νεόπλασμα του πνεύμονα, νεόπλασμα των πνευμόνων'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ηπατικό νεόπλασμα, νεόπλασμα του ήπατος


Α. σηπτικός -ή -ό

Σημασία : που προκαλεί σήψη: Σηπτικό τραύμα. Σηπτική εστία.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. σηπτικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

σηπτικός/septic



Σχετικά κείμενα

8 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.95 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία