'πτερυγοειδές άγκιστρο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πτερυγοειδές άγκιστρο
Α. αιμορραγία
Σημασία : 1.ροή αίματος έξω από το κυκλοφορικό σύστημα: ~ από τη μύτη / το στόμα. || (ιατρ.): Eσωτερική / τραυματική / εγκεφαλική ~. Aρτηριακή / φλεβική ~. Aκατάσχετη ~. || απώλεια αίματος: Πέθανε από ~. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απώλεια: ~ κεφαλαίων / εργατικών χειρών / επιστημόνων, λόγω απομάκρυνσής τους σε άλλη χώρα. Oικονομική ~, μεγάλες δαπάνες: O ανταγωνισμός των εξοπλισμών προκαλεί μόνιμη οικονομική ~.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. αἱμορραγία· 2: σημδ. γαλλ. hémorragie (< αρχ. αἱμορραγία)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
υπαραχνοειδής/subarachnoid
υπαραχνοειδής αιμορραγία
υπαραχνοειδής αναισθησία
υπαραχνοειδής αναλγησία
υπαραχνοειδής χώρος
Σχετικά κείμενα
63 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.37 δευτερόλεπτα