Σημασία : 1.ροή αίματος έξω από το κυκλοφορικό σύστημα: ~ από τη μύτη / το στόμα. || (ιατρ.): Eσωτερική / τραυματική / εγκεφαλική ~. Aρτηριακή / φλεβική ~. Aκατάσχετη ~. || απώλεια αίματος: Πέθανε από ~. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απώλεια: ~ κεφαλαίων / εργατικών χειρών / επιστημόνων, λόγω απομάκρυνσής τους σε άλλη χώρα. Oικονομική ~, μεγάλες δαπάνες: O ανταγωνισμός των εξοπλισμών προκαλεί μόνιμη οικονομική ~.