Αναζήτηση / Search

  

 

'αιμορραγία'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αιμορραγία
Αγγλικά : haemorrhage, bleeding




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

έξω πτερυγοειδής μύςέσω πτερυγοειδής μύςπτερυγίζων τρόμος, πτερυγοειδής τρόμοςπτερυγοειδές άγκιστροπτερυγοειδής/aliformπτερυγοειδής/pterygoidπτερυγοειδής μύς



Σχετικά κείμενα

4 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.12 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία