Σημασία : 1.(ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο ή που σχετίζεται με αυτόν: Eγκεφαλικά αγγεία / νεύρα / κέντρα. Eγκεφαλική ουσία. Eγκεφαλική συμφόρηση / αιμορραγία / διάσειση / θρόμβωση / πάθηση. Eγκεφαλικοί όγκοι / ιστοί. Eγκεφαλικό επεισόδιο. || (ως ουσ.) το εγκεφαλικό, αγγειακό επεισόδιο που εντοπίζεται στον εγκέφαλο: Ύστερα από ένα ισχυρό εγκεφαλικό έπαθε παράλυση της δεξιάς πλευράς. 2. στον οποίο η λογική έχει εξ ολοκλήρου υποτάξει το συναίσθημα: ~ τύπος ανθρώπου. ~ ποιητής. || Eγκεφαλικό ποίημα. Eγκεφαλική ποίηση, που δεν είναι προϊόν πηγαίου συναισθήματος, έμπνευσης, συγκίνησης κτλ. εγκεφαλικά EΠIPP στη σημ. 2: Γράφει τελείως ~.