'πρωτοπαθής πολυδιψία, πρωτογενής πολυδιψία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωτοπαθής πολυδιψία, πρωτογενής πολυδιψία
Αγγλικά : primary polydipsia
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ιδιοπαθής υπέρταση, πρωτοπαθής υπέρταση
πρωτοπαθές γλαύκωμα
πρωτοπαθές σύνδρομο Sjögren
πρωτοπαθής/protopathic
πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια
πρωτοπαθής αμυλοείδωση
πρωτοπαθής βακτηριακή περιτονίτιδα, αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα
πρωτοπαθής δυσμηνόρροια, πρωτογενής δυσμηνόρροια
πρωτοπαθής οξάλωση
πρωτοπαθής πνευμονική υπέρταση
πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα
πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, σύνδρομο Conn, πρωτογενής υπεραλδοστερονισμός, πρωτογενής αλδοστερονισμός
πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία
πρωτοπαθής χολική κίρρωση, ΠΧΚ
συγγενής ανοσοανεπάρκεια, πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 0.09 δευτερόλεπτα