Αναζήτηση / Search

  

 

'χόνδρος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : χόνδρος
Αγγλικά : cartilage


Α. χόνδρος

Σημασία : (ανατ.) γαλακτόχρωμος στερεός και ελαστικός ζωικός ιστός που υπάρχει στις άκρες των οστών, στα πτερύγια των αυτιών, στο διάφραγμα της μύτης κτλ. και που αποτελεί το σκελετό ορισμένων κατώτερων σπονδυλωτών.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. χόνδρος

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αρθρικός χόνδροςθυρεοειδής χόνδροςθυρεοειδικός χόνδρος, χόνδρος του θυρεοειδούς αδένα]κρικοειδής χόνδροςρινικός χόνδρος, χόνδρος της μύτηςσυζευκτικός χόνδρος των οστών, συζευκτικός χόνδροςτραχειακός χόνδρος, χόνδρος της τραχείαςχόνδρος του λάρυγγα, λαρυγγικός χόνδρος



Σχετικά κείμενα

10 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.67 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία