'ρινικός χόνδρος, χόνδρος της μύτης'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ρινικός χόνδρος, χόνδρος της μύτης
Αγγλικά : nasal cartilage, cartilage of the nose
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άνω ρινική κόγχη
κάτω ρινική κόγχη
μέση ρινική κόγχη
οπίσθια ρινική άκανθα
πρόσθια ρινική άκανθα
ρινική άκανθα
ρινική ατροφία
ρινική έκκριση, έκκριση της μύτης
ρινική θαλάμη
ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της μύτης
ρινική πολυποδίαση, πολυποδίαση της μύτης
ρινική σταγόνα
ρινική συμφόρηση, συμφόρηση της μύτης
ρινική φλεγμονή
ρινική χοάνη
ρινικό διάφραγμα
ρινικό οστό
ρινικό σπρέι
ρινικός/nasal
ρινικός βλεννογόνος, βλεννογόνος της μύτης
ρινικός ερεθισμός, ερεθισμός της μύτης
ρινικός κατάρρους
ρινικός καύσος
ρινικός πολύποδας
ρινικός ψεκασμός, ψεκασμός της μύτης
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.09 δευτερόλεπτα