'ρινικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ρινικός
Αγγλικά : nasal
Α. ρινικός -ή -ό
Σημασία : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στη μύτη του προσώπου: Pινικά οστά. Pινική χώρα. ~ κατάρρους, συνάχι. 2. (γλωσσ.) που προφέρεται με κλείσιμο στη στοματική κοιλότητα, έτσι ώστε ο αέρας να βγαίνει από τη μύτη· ένρινος2: Pινικοί φθόγγοι. Pινικά σύμφωνα. Pινικά συμπλέγματα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ῥιν- (ῥίς) `μύτη΄ -ικός μτφρδ. γαλλ. nasal
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άνω ρινική κόγχη
κάτω ρινική κόγχη
μέση ρινική κόγχη
οπίσθια ρινική άκανθα
πρόσθια ρινική άκανθα
ρινική άκανθα
ρινική ατροφία
ρινική έκκριση, έκκριση της μύτης
ρινική θαλάμη
ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της μύτης
ρινική πολυποδίαση, πολυποδίαση της μύτης
ρινική σταγόνα
ρινική συμφόρηση, συμφόρηση της μύτης
ρινική φλεγμονή
ρινική χοάνη
ρινικό διάφραγμα
ρινικό οστό
ρινικό σπρέι
ρινικός βλεννογόνος, βλεννογόνος της μύτης
ρινικός ερεθισμός, ερεθισμός της μύτης
ρινικός κατάρρους
ρινικός καύσος
ρινικός πολύποδας
ρινικός χόνδρος, χόνδρος της μύτης
ρινικός ψεκασμός, ψεκασμός της μύτης
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.10 δευτερόλεπτα