Αναζήτηση / Search
'ρινικό οστό'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : ρινικό οστόΑγγλικά : nasal bone
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςάνω ρινική κόγχηκάτω ρινική κόγχημέση ρινική κόγχηοπίσθια ρινική άκανθαπρόσθια ρινική άκανθαρινική άκανθαρινική ατροφίαρινική έκκριση, έκκριση της μύτηςρινική θαλάμηρινική κοιλότητα, κοιλότητα της μύτηςρινική πολυποδίαση, πολυποδίαση της μύτηςρινική σταγόναρινική συμφόρηση, συμφόρηση της μύτηςρινική φλεγμονήρινική χοάνηρινικό διάφραγμαρινικό σπρέιρινικός/nasalρινικός βλεννογόνος, βλεννογόνος της μύτηςρινικός ερεθισμός, ερεθισμός της μύτηςρινικός κατάρρουςρινικός καύσοςρινικός πολύποδαςρινικός χόνδρος, χόνδρος της μύτηςρινικός ψεκασμός, ψεκασμός της μύτης
Σχετικά κείμενα 10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.68 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×