'ρινικός βλεννογόνος, βλεννογόνος της μύτης'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ρινικός βλεννογόνος, βλεννογόνος της μύτης
Αγγλικά : nasal mucosa
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άνω ρινική κόγχη
αποσυμφορητικό του ρινικού βλεννογόνου, αποσυμφορητικό της μύτης, αποσυμφορητικό
κάτω ρινική κόγχη
μέση ρινική κόγχη
οπίσθια ρινική άκανθα
πρόσθια ρινική άκανθα
ρινική άκανθα
ρινική ατροφία
ρινική έκκριση, έκκριση της μύτης
ρινική θαλάμη
ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της μύτης
ρινική πολυποδίαση, πολυποδίαση της μύτης
ρινική σταγόνα
ρινική συμφόρηση, συμφόρηση της μύτης
ρινική φλεγμονή
ρινική χοάνη
ρινικό διάφραγμα
ρινικό οστό
ρινικό σπρέι
ρινικός/nasal
ρινικός ερεθισμός, ερεθισμός της μύτης
ρινικός κατάρρους
ρινικός καύσος
ρινικός πολύποδας
ρινικός χόνδρος, χόνδρος της μύτης
ρινικός ψεκασμός, ψεκασμός της μύτης
υπεραιμία του ρινικού βλεννογόνου
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.24 δευτερόλεπτα