'αναπνευστική ανεπάρκεια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική ανεπάρκεια
Αγγλικά : pulmonary failure, pulmonary insufficiency, respiratory failure, respiratory insufficiency
Σημασία : Ελάττωση της μερικής πιέσεως του οξυγόνου (PaO2 < 60 mmHg) ή /και η αύξηση της μερικής πιέσεως του CO2 (PaCO2 > 45 mmHg) στο αρτηριακό αίμα, σε ασθενή που αναπνέει αέρα δωματίου σε κανονική ατμοσφαιρική πίεση.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπνευστική αλκάλωση
αναπνευστική αλυσίδα
αναπνευστική ανακοπή
αναπνευστική αντλία
αναπνευστική γυμναστική
αναπνευστική διαταραχή
αναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίας
αναπνευστική δυσχέρεια
αναπνευστική έκρηξη
αναπνευστική εφεδρεία
αναπνευστική καταστολή
αναπνευστική κίνηση
αναπνευστική λειτουργία
αναπνευστική οδός
αναπνευστική οξέωση
αναπνευστική συχνότητα, αναπνευστικός ρυθμός, συχνότητα αναπνοών
αναπνευστικό βρογχιόλιο
αναπνευστικό δέντρο
αναπνευστικό επιθήλιο
αναπνευστικό κέντρο, κέντρο της αναπνοής
αναπνευστικό σύστημα
αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικός ήχος της αναπνοής
αναπνευστικός/respiratory
αναπνευστικός κύκλος
αναπνευστικός μύς
αναπνευστικός συγκυτιακός ιός
ανώτερη αναπνευστική οδός
κατώτερη αναπνευστική οδός
λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού
λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, αναπνευστική λοίμωξη
οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια
πνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσος
σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων
χρόνια αναπνευστική αλκάλωση
χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια
χρόνια αναπνευστική οξέωση
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.59 δευτερόλεπτα