1. (Ουσιαστικό) Ελληνικά : θηλυκή ορμόνη, ορμόνη του θήλεος
Α. ιστορικό
Σημασία : 1α. λεπτομερής και κατά χρονική σειρά αφήγηση ή απλή αναφορά των στοιχείων που δείχνουν πώς συνέβη ή πώς εξελίχθηκε ένα γεγονός, μια κατάσταση κτλ.: Tο ~ μιας υπόθεσης· (πρβ. χρονικό). β. (ειδικότ., ιατρ.): Tο ~ ενός ασθενούς.2. (ιστ.) αφήγηση γεγονότων με γενική ή μερική σπουδαιότητα: Tο ~ μιας μάχης.