Αναζήτηση / Search

  

 

'ερπητικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ερπητικός
Αγγλικά : herpesviral, herpetic


Α. ερπητικός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει ή αναφέρεται στον έρπη: Eρπητική μορφή του έλκους.

Ετυμολογία : λόγ. ερπητ- (έρπης) -ικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ερπητική εγκεφαλίτιδαερπητική κερατίτιδαερπητική κερατίτιδαερπητική κυνάγχηερπητική λοίμωξηερπητική μηνιγγίτιδαερπητική μηνιγγοεγκεφαλίτιδαερπητική νευραλγίαερπητική ουλοστοματίτιδαερπητική φαρυγγίτιδαερπητικό έκζεμα



Σχετικά κείμενα

1 αποτέλεσμα βρέθηκε

Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία