'αορτική στένωση, στένωση αορτής, στένωση της αορτικής βαλβίδας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αορτική στένωση, στένωση αορτής, στένωση της αορτικής βαλβίδας
Αγγλικά : aortic valve stenosis, aortic stenosis
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αορτική ανεπάρκεια, ανεπάρκεια αορτής, ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας
αορτική βαλβίδα, βαλβίδα της αορτής
αορτική ρίζα
αορτικό ανεύρυσμα, ανεύρυσμα της αορτής
αορτικό σωμάτιο
αορτικό τόξο
αορτικός/aortic
αορτικός δακτύλιος
βαλβιδική αορτική στένωση
δίπτυχη αορτική βαλβίδα
ισθμική αορτική στένωση, στένωση του ισθμού της αορτής
ρευματική αορτική στένωση
συγγενής αορτική στένωση
υπερβαλβιδική αορτική στένωση
υποβαλβιδική αορτική στένωση
Σχετικά κείμενα
6 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.64 δευτερόλεπτα