'φοιτητής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μεταπτυχιακός φοιτητής
Α. φυλετικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φυλή ή σε σχέσεις μεταξύ φυλών: Φυλετικά χαρακτηριστικά. Φυλετικές ομάδες / μειονότητες. Oι έγχρωμοι γίνονται συχνά αντικείμενο φυλετικών διακρίσεων. Φυλετικό μίσος. φυλετικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. φυλετικός `που ανήκει στην ίδια φυλή΄ (δες λ.) σημδ. γαλλ. & αγγλ. racial
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φυλετικός/racial
Σχετικά κείμενα
29 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.78 δευτερόλεπτα