'αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικός ήχος της αναπνοής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικός ήχος της αναπνοής
Σημασία : Φυσιολογικός ήχος που ακούγεται κατά την ακρόαση των πνευμόνων. Παράγεται μέσα στην τραχεία και τους στελεχιαίους βρόγχους από την τυρβώδη ροή του αέρος, κατά την ήρεμη εισπνοή και εκπνοή.
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπνευστική αλκάλωση
αναπνευστική αλυσίδα
αναπνευστική ανακοπή
αναπνευστική ανεπάρκεια
αναπνευστική αντλία
αναπνευστική γυμναστική
αναπνευστική διαταραχή
αναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίας
αναπνευστική δυσχέρεια
αναπνευστική έκρηξη
αναπνευστική εφεδρεία
αναπνευστική καταστολή
αναπνευστική κίνηση
αναπνευστική λειτουργία
αναπνευστική οδός
αναπνευστική οξέωση
αναπνευστική συχνότητα, αναπνευστικός ρυθμός, συχνότητα αναπνοών
αναπνευστικό βρογχιόλιο
αναπνευστικό δέντρο
αναπνευστικό επιθήλιο
αναπνευστικό κέντρο, κέντρο της αναπνοής
αναπνευστικό σύστημα
αναπνευστικός/respiratory
αναπνευστικός κύκλος
αναπνευστικός μύς
αναπνευστικός συγκυτιακός ιός
ανώτερη αναπνευστική οδός
κατώτερη αναπνευστική οδός
λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού
λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, αναπνευστική λοίμωξη
οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια
πνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσος
σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων
χρόνια αναπνευστική αλκάλωση
χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια
χρόνια αναπνευστική οξέωση
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.15 δευτερόλεπτα