Αναζήτηση / Search

  

 

'πρόπτωση'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρόπτωση
Αγγλικά : proptosis


Α. σφαγίτιδα

Σημασία : (ανατ.) καθεμιά από τις φλέβες που περνούν από τον τράχηλο.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. σφαγῖτις, αιτ. -ιδα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

σφαγίτιδα φλέβα



Σχετικά κείμενα

1 αποτέλεσμα βρέθηκε

Χρόνος αναζήτησης : 0.56 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία