'έμμηνη ρύση, εμμηνορρυσία, εμμηνόρροια, περίοδος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : έμμηνη ρύση, εμμηνορρυσία, εμμηνόρροια, περίοδος
Αγγλικά : menstruation
Σημασία : Προοδευτική απόπτωση του ενδομητρίου, στα πλαίσια των ορμονικών μεταβολών του καταμήνιου κύκλου, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί κύηση, που εκδηλώνεται υπό τη μορφή αιμόρροιας από τη μήτρα.
Πηγή : Μαιευτική και Γυναικολογία
Καθηγητής Κρεατσάς Γεώργιος
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Α. εμμηνόρροια
Σημασία : (ιατρ.) το φυσιολογικό φαινόμενο της περιοδικής εκροής από τον κόλπο της γυναίκας αίματος, εκκρίσεων και κατεστραμμένου βλεννογόνου της μήτρας· εμμηνορρυσία, έμμηνη ροή, έμμηνη ρύση, περίοδος, έμμηνα.
Ετυμολογία : λόγ. έμμην(α) -ο- + -ρροια μτφρδ. νλατ. menorrhea < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhea = -ρροια
Β. εμμηνορρυσία
Σημασία : (ιατρ.) εμμηνόρροια.
Ετυμολογία : λόγ. έμμην(α) -ο- + ρύσ(ις) -ία μτφρδ. νλατ. menorrhea (δες στο εμμηνόρροια) (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έμμηνος/menstrual
έμμηνος κύκλος
τελευταία έμμηνη ρύση
Σχετικά κείμενα
158 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 8.75 δευτερόλεπτα