'υπερβαλβιδική αορτική στένωση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υπερβαλβιδικός
Αγγλικά : supravalvular, supravalvar
Α. αλκαλοειδές
Σημασία : (χημ.) αλκαλική οργανική, φυτική ένωση που περιέχει άζωτο, όπως π.χ. η μορφίνη, η στρυχνίνη, η καφεΐνη κτλ.: Πολλά αλκαλοειδή χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. alcaloïde (-ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αλκαλοειδές/alkaloid
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.45 δευτερόλεπτα