Αναζήτηση / Search

  

 

'αλκαλοειδές'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αλκαλοειδές
Αγγλικά : alkaloid


Α. αλκαλοειδές

Σημασία : (χημ.) αλκαλική οργανική, φυτική ένωση που περιέχει άζωτο, όπως π.χ. η μορφίνη, η στρυχνίνη, η καφεΐνη κτλ.: Πολλά αλκαλοειδή χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. alcaloïde (-ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής)

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αλκαλοειδές της Vinca roseaαλκαλοειδές της ερυσιβώδους όλυραςαλκαλοειδές του οπίου



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.26 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία