'κλινικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κλινικός
Αγγλικά : clinical
Α. κλινικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κλινική ιατρική, δηλαδή στην εφαρμογή της ιατρικής διδασκαλίας και πρακτικής σε ασθενείς: ~ γιατρός, που ασκεί την ιατρική ασχολούμενος άμεσα με τους ασθενείς, σε αντιδιαστολή προς τον εργαστηριακό γιατρό. Kλινική εξέταση. Kλινική διάγνωση, που στηρίζεται μόνο στην εξέταση του γιατρού, χωρίς εργαστηριακά δεδομένα. Kλινικά συμπτώματα. Kλινικό εύρημα, που γίνεται αντιληπτό, που διαπιστώνεται μόνο με ιατρική διάγνωση / εξέταση. || ~ θάνατος, απουσία των κλινικών χαρακηριστικών της ζωής, ειδικά της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας, ενώ οι λειτουργίες του μεταβολισμού δεν έχουν ακόμη διακοπεί. Kλινική Ψυχολογία, κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με τη θεραπεία και τη διάγνωση των ψυχικών και διανοητικών διαταραχών. || (μτφ., ειρ.) κλινική περίπτωση, παθολογική, που δεν επιδέχεται θεραπεία: Eίναι κλινική περίπτωση ηλιθίου. κλινικά EΠIPP: ~ νεκρός, στον οποίο έχει επέλθει ο κλινικός θάνατος.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. clinique (στις νέες σημ.) < ελνστ. κλινικός `γιατρός που επισκέπτεται τους ασθενείς στο κρεβάτι τους΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καθημερινή κλινική πράξη
κλινική απόφαση
κλινική βιοχημεία
κλινική δοκιμή
κλινική εικόνα
κλινική εκδήλωση
κλινική εξέταση
κλινική έρευνα
κλινική μελέτη
κλινική μικροβιολογία
κλινική παρασιτολογία
κλινική πράξη
κλινική φαρμακολογία
κλινική χημεία
κλινικό δείγμα
κλινικό εργαστήριο
κλινικό όφελος
κλινικό σύμπτωμα
κλινικό χαρακτηριστικό
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.15 δευτερόλεπτα