Αναζήτηση / Search

  

 

'διοικητικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : διοικητικό συμβούλιο


Α. καρωτιδικός -ή -ό

Σημασία : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην καρωτίδα: ~ σωλήνας. Kαρωτιδικό νεύρο.

Ετυμολογία : λόγ. καρωτιδ- (δες καρωτίδα) -ικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

καρωτιδικός/carotid



Σχετικά κείμενα

4 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.68 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία