'μετωπιαίος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μετωπιαίος
Αγγλικά : frontal
Α. μετωπιαίος -α -ο
Σημασία : (ανατ.) που βρίσκεται στο μέτωπο ή γενικά έχει σχέση με αυτό: ~ μυς. Mετωπιαία αρτηρία. Mετωπιαίο οστό / νεύρο.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. μετωπιαῖος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μετωπιαία κολπίτιδα
μετωπιαίο οστό
μετωπιαίος κόλπος
μετωπιαίος λοβός
μετωπιαίος μύς
μετωπιαίος φλοιός
χρόνια μετωπιαία κολπίτιδα
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.79 δευτερόλεπτα