'στίγμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στίγμα
Α. στίγμα
Σημασία : το έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου, που έχει ως γραφικό σύμβολο το Ώ και το οποίο χρησιμοποιείται στην τυπογραφία ως αριθμητικό αντί για το συνηθέστερο στ' (6 ή έκτος).
Ετυμολογία : λόγ. ίσως < συμφυρ. σίγμα, ταυ: σ-τ(αυ)-ίγμα, επειδή η μσν. συντομογρ. για το συνδυασμό <στ> έμοιαζε με το σχήμα για τον αριθμό 6, που στην αρχαιότητα δηλωνόταν με το παλιό γράμμα ὅ, το οποίο αρχικά δήλωνε το ημίφ. [w]
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
στίγμα/stain
στίγμα/stigma
στίγμα δρεπανοκυτταρικής αναιμίας
συφιλιδικό στίγμα
Σχετικά κείμενα
9 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.64 δευτερόλεπτα