'ακαδημαϊκός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ακαδημαϊκή ανέλιξη
Α. αέριος -α -ο
Σημασία : που έχει την ίδια φύση με τον αέρα· αεριώδης: Aέρια μάζα / κατάσταση. Aέρια καύσιμα. Aέριο σώμα, αέριο. || (ως ουσ.) το αέριο*.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀέριος `ομιχλώδης΄ σημδ. γαλλ. gazeux
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αέριος
Σχετικά κείμενα
39 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.40 δευτερόλεπτα