'καρωτιδικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καρωτιδική θήκη
Αγγλικά : carotid sheath
Α. εγκάρσιος -α -ο
Σημασία : κάθετος ως προς έναν κατά μήκος νοητό άξονα (σώματος, κτίσματος κτλ.): Eγκάρσια τομή, τομή κατά πλάτος. Eγκάρσια τόξα. Eγκάρσιο κλίτος ενός ναού. εγκάρσια & (λόγ.) εγκαρσίως EΠIPP: Tέμνω ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐγκάρσιος, ἐγκαρσίως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εγκάρσιος/traverse, transverse
Σχετικά κείμενα
31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.95 δευτερόλεπτα