'άτλαντας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : άτλαντας
Α. άτλαντας
Σημασία : σειρά από γεωγραφικούς χάρτες και σχεδιαγράμματα που αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο: Γεωγραφικός ~. Iστορικός / γλωσσικός* ~. Παγκόσμιος / ευρωπαϊκός ~. ~ της Aσίας / της Aφρικής. || (επέκτ.): Aνατομικός ~.
Ετυμολογία : λόγ. < άτλαντας 2, άτλας 2 σημδ. γαλλ. atlante (< αρχ. Ἄτλας) από έκδοση συλλογής χαρτών του Mercator στα 1595, με προμετωπίδα το μυθικό Άτλαντα που σήκωνε στους ώμους του τη Γη
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
Άτλαντας/Atlas
άτλαντας, πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, Α1
Σχετικά κείμενα
4 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.34 δευτερόλεπτα