'μέλαινα κένωση, μέλας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μέλαινα κένωση, μέλας
Σημασία : Η αποβολή κοπράνων χρώματος πίσσας λόγω μετατροπής της αιμοσφαιρίνης σε αιματίνη από την επίδραση της μικροβιακής χλωρίδας και των πεπτικών ενζύμων για 6-8 ώρες τουλάχιστον. Για να εμφανιστεί μέλαινα, απαιτείται απώλεια αίματος τουλάχιστον 70-80 ml. Υποδηλώνει αιμορραγία από το ανώτερο πεπτικό, χωρίς να αποκλείεται η πηγή της αιμορραγίας να εντοπίζεται στο λεπτό έντερο ή στο δεξιό κόλον, όταν ο ρυθμός διάβασης του εντέρου είναι βραδύς.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
επικουρικός παγκρεατικός πόρος, δευτερεύων παγκρεατικός πόρος
καρκίνος του παγκρέατος, παγκρεατικός καρκίνος
μείζων παγκρεατικός πόρος, πόρος του Wirsung
νησίδιο του Langerhans, παγκρεατικό νησίδιο, νησίδιο του παγκρέατος, νησίδα του παγκρέατος, νησίδιο του Langerhans του παγκρέατος
παγκρεατική αμυλάση
παγκρεατική ανεπάρκεια
παγκρεατική έκκριση, έκκριση του παγκρέατος
παγκρεατική λιπάση
παγκρεατική νόσος, νόσος του παγκρέατος
παγκρεατική στεατόρροια
παγκρεατικό αδενοκαρκίνωμα, αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος
παγκρεατικό έκκριμα
παγκρεατικό ένζυμο, ένζυμο του παγκρέατος
παγκρεατικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του παγκρέατος
παγκρεατικό κύτταρο, κύτταρο του παγκρέατος
παγκρεατικό πολυπεπτίδιο
παγκρεατικός/pancreatic
παγκρεατικός ασκίτης
παγκρεατικός όγκος, όγκος του παγκρέατος
παγκρεατικός πόρος, πόρος του παγκρέατος
παγκρεατικός χυμός
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.87 δευτερόλεπτα