'φαύλος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : φαύλος
Αγγλικά : nefarious
Α. φαύλος -η -ο
Σημασία : που δε διαθέτει ήθος, ακεραιότητα, που είναι αχρείος, διεφθαρμένος. ANT χρηστός: Ως πολιτικός υπήρξε ~. H φαύλη διοίκηση οδήγησε την επιχείρηση στη χρεοκοπία. || ΦP ~ κύκλος: α. (λογ.) σφάλμα αποδεικτικό κατά το οποίο εκείνο που πρέπει να αποδειχτεί, χρησιμοποιείται ως απόδειξη. β. κατάσταση αδιέξοδη, που επαναλαμβάνεται (κυκλικά) επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο χωρίς λύση, διέξοδο.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. φαῦλος (η ΦP μτφρδ. < μσνλατ. circulus vitiosus)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φαύλος κύκλος
Σχετικά κείμενα
6 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.37 δευτερόλεπτα