Αναζήτηση / Search

  

 

'IgA νεφροπάθεια, νόσος του Berger'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ακατάσχετος


Α. ακατάσχετος -η -ο

Σημασία : α.(νομ.) για περιουσιακό στοιχείο ή για χρηματική απαίτηση που δεν υπόκειται σε κατάσχεση: Tα προσωπικά είδη του οφειλέτη είναι ακατάσχετα. || (ως ουσ.) το ακατάσχετο, η ιδιότητα του ακατάσχετου: Tο ακατάσχετο του μισθού. β. για κτ. που δεν το έχουν κατασχέσει: Tου τα πήρε όλα η εφορία, μόνο το αυτοκίνητο έμεινε ακατάσχετο.

Ετυμολογία : λόγ. α- 1 κατασχε- (κατάσχω) -τος μτφρδ. γαλλ. insaisissable

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ακατάσχετος



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.62 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία