'δερματική κοκκιδιοειδομύκωση, κοκκιδιοειδομύκωση του δέρματος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : δερματική κοκκιδιοειδομύκωση, κοκκιδιοειδομύκωση του δέρματος
Αγγλικά : cutaneous coccidioidomycosis
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δερματική βλάβη, βλάβη του δέρματος
δερματική βλαστομύκωση, βλαστομύκωση του δέρματος
δερματική καντιντίαση, καντιντίαση του δέρματος
δερματική κρυπτοκόκκωση, κρυπτοκόκκωση του δέρματος
δερματική λεϊσμανίαση, λεϊσμανίαση του δέρματος
δερματική λοίμωξη, λοίμωξη του δέρματος
δερματική μουκορμύκωση, μουκορμύκωση του δέρματος
δερματική μπαρτονέλλωση, δερματοβλεννογόνια μπαρτονέλλωση
δερματική μυκητίαση, μυκητίαση του δέρματος
δερματική νοκαρδίαση, νοκαρδίαση του δέρματος
δερματικό απόστημα
δερματικός/cutaneous, dermal
δερματικός άνθρακας
δερματικός ερεθισμός, ερεθισμός του δέρματος
δερματοπάθεια, νόσος του δέρματος, δερματική νόσος
μυκητίαση του δέρματος, δερματική μυκητίαση, δερματομύκωση
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.09 δευτερόλεπτα