'υδατικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ανόργανο αρσενικό
Αγγλικά : inorganic arsenic
Α. λεπτό
Σημασία : 1. νομισματική μονάδα ίση προς το ένα εκατοστό της δραχμής: Πενήντα λεπτά, το πενηντάλεπτο, το πενηνταράκι. Eίκοσι λεπτά, το εικοσάλεπτο, η εικοσάρα. Δέκα λεπτά, το δεκάλεπτο, η δεκάρα. || το αντίστοιχο νόμισμα που υπήρχε παλαιότερα, το μονόλεπτο. 2. (πληθ.) τα χρήματα, τα λεφτά*.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. λεπτόν `μικρό νόμισμα΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
λεπτό
Σχετικά κείμενα
77 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.60 δευτερόλεπτα