'αρτηριακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αρτηριακός
Αγγλικά : arterial
Α. ακατάσχετος -η -ο
Σημασία : για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το σταματήσει, να το συγκρατήσει. 1α. για φαινόμενα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σώματος: Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. ~ βήχας / εμετός. Aκατάσχετη διάρροια. β. για εκδηλώσεις του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου: Έχει ακατάσχετη φλυαρία. Tον έπιασαν ακατάσχετα γέλια. Aκατάσχετη ορμή για δράση. 2. (παρωχ.) ορμητικός, ακάθεκτος: O στρατός προελαύνει ~. ακατάσχετα EΠIPP: Tο αίμα έτρεχε ~. Φλυαρούσε ~.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀκατάσχετος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μικροκυτταρική αναιμία
μικροκυτταρικός/microcytic
μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
υπόχρωμη μικροκυτταρική αναιμία
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.06 δευτερόλεπτα