'ιστιοκύτταρο, μαστοκύτταρο, σιτευτικό κύτταρο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ιστιοκύτταρο, μαστοκύτταρο, σιτευτικό κύτταρο
Αγγλικά : histiocyte, mast cell
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αποκοκκίωση των ιστιοκυττάρων
αυτόσωμα, αυτοσωμικό χρωμόσωμα, σωματικό χρωμόσωμα
βάρος σώματος, σωματικό βάρος
επιφάνεια του σώματος, σωματική επιφάνεια
σωματική αύξηση, αύξηση του σώματος
σωματική βία
σωματική διάπλαση, διάπλαση του σώματος
σωματική δραστηριότητα
σωματική εξάρτηση
σωματική ευεξία
σωματική κακοποίηση
σωματική καταπόνηση, καταπόνηση του σώματος
σωματική μετάλλαξη
σωματικό κύτταρο
σωματικό λίπος
σωματικό μεσόδερμα, τοιχωματικό μεσόδερμα
σωματικό νεύρο
σωματικός/bodily, somatic
φυσική άσκηση, σωματική άσκηση, άσκηση του σώματος
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.09 δευτερόλεπτα