'στρεπτοκοκκικό αντιγόνο, αντιγόνο του στρεπτοκόκκου'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στρεπτοκοκκικό αντιγόνο, αντιγόνο του στρεπτοκόκκου
Αγγλικά : streptococcal antigen
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οξεία στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα, αμυγδαλίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική γάγγραινα, γάγγραινα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική κυτταρίτιδα, κυτταρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μυοσίτιδα, μυοσίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική σηψαιμία, σηψαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική τοξίνη, τοξίνη του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκικός/streptococcal
σύνδρομο στρεπτοκοκκικού τοξικού shock
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα