'μεταβολισμός των πρωτεϊνών, πρωτεϊνικός μεταβολισμός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μεταβολισμός των πρωτεϊνών, πρωτεϊνικός μεταβολισμός
Α. αιμολυτικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που προκαλεί αιμόλυση ή που έχει σχέση με αυτή: O ~ ίκτερος / ορός. Aιμολυτική αναιμία / νόσος.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. hémolytique < hémoly(se) = αιμόλυ(σις) -tique = -τικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ημικρανικός πόνος, πόνος της ημικρανίας
πόνος
πόνος του καρκίνου
πόνος, άλγος
Σχετικά κείμενα
15 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα