'αλλεργικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αλλεργικός
Αγγλικά : allergic
Α. αλλεργικός -ή -ό
Σημασία : 1.που έχει σχέση με την αλλεργία ή που προκαλείται από αλλεργία: Aλλεργική δοκιμασία. Aλλεργικές παθήσεις. Aλλεργική ρινίτιδα. Aλλεργικό εξάνθημα / άσθμα / σοκ. 2. που πάσχει από αλλεργία: Eίναι ~ στα φάρμακα / στα αυγά. || (μτφ., οικ.): Eίμαι ~ σε κάθε δογματική τοποθέτηση, την απεχθάνομαι. || (ως ουσ.) ο αλλεργικός, θηλ. αλλεργική και (προφ.) αλλεργικιά.
Ετυμολογία : λόγ. αλλεργ(ία) -ικός μτφρδ. γερμ. allergisch
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αλλεργική βλεφαροεπιπεφυκίτιδα
αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση
αλλεργική γαστρεντερίτιδα
αλλεργική δερματίτιδα
αλλεργική δερματίτιδα εξ'επαφής
αλλεργική διάμεση νεφρίτιδα
αλλεργική εκδήλωση
αλλεργική επιπεφυκίτιδα
αλλεργική κνίδωση
αλλεργική κοκκιωμάτωση
αλλεργική κυψελίτιδα
αλλεργική νόσος
αλλεργική πορφύρα, πορφύρα Henoch-Schönlein
αλλεργική ρινίτιδα
αλλεργικό εξάνθημα
αναφυλακτική καταπληξία, αναφυλακτικό shock, αλλεργικό shock
άσθμα, βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα
εαρινή αλλεργική ρινίτιδα
εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα
υπερευαισθησία τύπου Ι, αναφυλακτική αντίδραση, αλλεργική αντίδραση
χρόνια αλλεργική ρινίτιδα
Σχετικά κείμενα
40 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.93 δευτερόλεπτα